- γαϊδουρινός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ' αυτόν2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαϊδουρινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με το γάιδαρο: Γαϊδουρινά αυτιά. – Γαϊδουρινήυπομονή. 2. μτφ., απρεπής, αναιδής, πρόστυχος: Γαϊδουρινή συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
γαϊδουρήσιος — α, ο ο γαϊδουρινός* … Dictionary of Greek
γαϊδουρίσιος, -ια, -ιο — ο γαϊδουρινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)